Βαλάκ

Βαλάκ
Βαλάκ, ὁ indecl. (לָקבָּ) (LXX; Philo, Conf. Ling. 65.—In Joseph. βάλακος, ου [Ant. 4, 107]) Balak, a Moabite king (Num 22:2ff; 23:7; 24:10; Josh 24:9; Mi 6:5), involved w. Balaam (s. above) Rv 2:14.—Βαλαάκ Jd 11 P72 for Βαλαάμ, q.v.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βαλαάμ — (13ος αι. π.Χ.). Προφήτης από τη Μεσοποταμία, τον οποίο κάλεσε ο βασιλιάς της Μωάβ Βαλάκ για να καταραστεί τους Εβραίους, που είχαν εισβάλει στη χώρα του με αρχηγό τον Μωυσή. Ο Β., όμως, συγκινημένος από το δράμα του ισραηλιτικού λαού, χάρισε την …   Dictionary of Greek

  • Μωαβίτες — Αρχαίος λαός εγκαταστημένος στο έδαφος του Μωάβ, ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Συγγενείς από εθνολογική και γλωσσολογική άποψη με τους Εβραίους, ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς από την εποχή της κατάκτησης της Παλαιστίνης: περίφημο είναι το βιβλικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”